-
1 уплотнение
1. (устройство, предотвращающее или уменьшающее утечку) το παρέμβυσμαгерметичное - στεγανό -, ερμητικό -дейд-вудное - мор. το σύστημα στεγανοποίησης της χοάνηςдонное мор. - των επιστομίων θαλάσσης (του πυθμένα)плоское - (напр. в клапанах) επίπεδο -2. (действие) η στεγανοποίηση, η συμπύκνωση, η συμπίεση- грунтов το πάτημα του εδάφους, η συμπίεση του εδάφους3. свз. η συμπίεση, η συμπύκνωση (κωδικοποίηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уплотнение